- πολυνομία
- η, Νη ύπαρξη πολλών νόμων για το ίδιο θέμα ή για θέματα σχετικά, η έλλειψη κωδικοποιημένης νομοθεσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύνομος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Ν. Κοριτζά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυνομία — η το να υπάρχουν πολλοί νόμοι σε μια χώρα και μάλιστα για τα ίδια θέματα: Η πολυνομία στην εκπαίδευση κάνει δύσκολη την οργάνωσή της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)